- καταστροφέας
- οαυτός που καταστρέφει: Ο παίχτης αυτός είναι καταστροφέας του ομαδικού παιχνιδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταστροφέας — ο (Α καταστροφεύς) [καταστροφή] αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτής αρχ. πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής … Dictionary of Greek
εχθρολέτης — ἐχθρολέτης, ὁ (Μ) ο καταστροφέας τών εχθρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ολέτης «καταστροφέας» (< όλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
ιππολέτας — ἱππολέτας, ὁ (Α) καταστροφέας τών ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ὀλέτας «καταστροφέας» (< ὄλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] … Dictionary of Greek
αινολέτης — αἰνολέτης, ο (Α) φοβερός καταστροφέας, σκληρός εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] … Dictionary of Greek
αναστάτης — ἀναστάτης, ο (Α) [ανίστημι] ο καταστροφέας … Dictionary of Greek
απολυμαντήρας — ο (Α ἀπολυμαντήρ) νεοελλ. συσκευή απολύμανσης αρχ. καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
αφανιστής — ο (AM ἀφανιστής) [αφανίζω] καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek